ἀγρός

ἀγρός
ἀγρός
Grammatical information: m.
Meaning: `field'
Other forms: Myc. akoro; akoroqoro \/Agroqolos\/.
Compounds: ἄγροικος `who lives in the country' (ἀγρο-Ϝοικ-); in modern Greek this gave an oppositum γροικός = νοήμων; from this again γροικῶ `understand' (Hatzidakis, Glotta 14, 208f.). ἄγρωστις \< *h₂eǵro-h₁d-tis, cf. νῆστις; Meier-Brügger, KZ 103 (1990) 33f.
Derivatives: ἄγριος `agrestis, wild'. ἀγροιώτης (Il.) for ἀγρώτης will have arisen at verse end, Risch 32. On ἀγρέτης s. ἄγρα. ἀγρότερος `wild' from `from the field(s)' in opposition to cultivated places. ἄγρυπνος `who sleeps outside' developed into `sleepless, awake' (cf. ἄγρ-αυλος `who has his bed\/lair in the field')
Origin: IE [Indo-European] [6] *h₂eǵros
Etymology: Old IE word, originally the uncultivated field: Skt. ájra-, Lat. ager, Germ., Goth. akrs, Arm. art. Connection with *agō `drive' is probable.
Page in Frisk: 1,16

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγρός — field masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”